- επιθεωρησιακός
- -ή, -ό [επιθεώρηση]αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε θεατρική επιθεώρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιθεωρησιακός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε θεατρική επιθεώρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)